ολιγογράμματος

ολιγογράμματος
η , ο [ος , ον малограмотный, малообразованный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ολιγογράμματος" в других словарях:

  • ολιγογράμματος — και λιγογράμματος, η, ο (ΑΜ ολιγογράμματος, ον) αυτός που αποτελείται από λίγα γράμματα («ολιγογράμματη επιγραφή») νεοελλ. μσν. αυτός που έμαθε λίγα γράμματα, ολιγομαθής, ημιμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + γράμμα, ατος] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγογράμματον — ὀλιγογράμματος composed of few letters masc/fem acc sg ὀλιγογράμματος composed of few letters neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγογραμμάτου — ὀλιγογράμματος composed of few letters masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύς — Επώνυμο τυπογράφων και εκδοτών του 17ου και του 18ου αι. Το επώνυμο αναφέρεται και με τη γραφή Γλυκής. 1. Νικόλαος (Ιωάννινα 1619 – Βενετία 1693). Ιδρυτής του σπουδαιότερου ελληνικού εκδοτικού οίκου της Βενετίας. Αρχικά ασχολήθηκε με εμπορικές… …   Dictionary of Greek

  • λιγογράμματος — η, ο βλ. ολιγογράμματος …   Dictionary of Greek

  • Μενσικόφ, Αλεξάντρ Ντανίλοβιτς — (Aleksandr Danilovich Menshikov, περ. 1670 – Μπερέζοβο 1729). Ρώσος στρατιωτικός και πολιτικός. Αν και ήταν ταπεινής καταγωγής και ολιγογράμματος, ο Μ. εξελίχθηκε σε μία από τις γραφικότερες και πιο αξιοπερίεργες μορφές της ιστορίας της τσαρικής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»